- κοσταί
- κοσταί or [full] κόσται, ῶν, αἱ,A = ἀκοστή, barley, Hsch.II κ., οἱ, kind of fish, Diph.Siph. ap. Ath.8.357a.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοσταί — (I) κοσταί και κόσται, αἱ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κριθαί». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προήλθε πιθ. από εσφ. γρφ. τής λ. ἀκοστή*]. (II) κοσταί, οἱ (Α) είδος ψαριών. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
ακοστή — ἀκοστή, η (Α) το κριθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι, κατά τον Ησύχιο, κυπριακή και σημαίνει «το κριθάρι» (πρβλ. και λ. κοσταὶ «κριθαί» επίσης στον Ησύχιο). Κατά τους σχολιαστές, η λ. είναι θεσσαλική και σημαίνει γενικά «τρόφιμα». Ετυμολογικά η λ.… … Dictionary of Greek